- πορφύρες
- Εκρηξιγενή πετρώματα, που προέρχονται συνήθως από όξινα μάγματα, χωρίς όμως να αποκλείονται και τα μη χαλαζιακά. Βασική σημασία έχει ο ιστός τους, που είναι αφανιτικός (μικροκρυσταλλική θεμελιώδης μάζα και μικροκοκκώδης) ή πορφυροειδής (μικροκρυσταλλικός με μεγάλους φαινοκρυστάλλους, που μπορεί να είναι χαλαζία, ορθοκλάστου και σπάνια πλαγιοκλάστου και μοσχοβίτη). Οι τύποι αυτοί των ιστών χαρακτηρίζουν φλεβικά πετρώματα ή πλουτωνίτες μικρού βάθους· υπάρχουν όμως και π. με πορφυριτικό ιστό, που είναι παλαιοηφαιστειακά πετρώματα. Όξινες μορφές π. είναι οι γρανιτικοί π., δηλαδή τα αντίστοιχα των γρανιτών φλεβικά πετρώματα με πορφυροειδή ιστό (αντίστοιχα ηφαιστειακά, οι ρυόλιθοι). Οι πιο όξινες μορφές π. είναι οι χαλαζιακοί π., δηλαδή παλαιοηφαιστειακά πετρώματα, αντίστοιχα των ρυολίθων, οι οποίοι είναι νεοηφαιστειακές μορφές. Οι μη χαλαζιακοί π., δηλαδή οι συηνιτικοί, είναι τα αντίστοιχα προς τους αλκαλικούς συηνίτες φλεβικά πετρώματα με πορφυροειδή ιστό, που προέρχονται από συηνιτικά μάγματα (αντίστοιχα ηφαιστειακά, οι αλκαλικοί τραχείτες).
Οι π. έχουν χρώμα γενικά κόκκινο, είναι πολύ σκληροί και παρουσιάζουν μεγάλη αντίσταση στη σύνθλιψη και στη λείανση: για την ιδιότητα τους αυτή ενδείκνυται η χρησιμοποίησή τους, υπό μορφή κύβων, για την κατασκευή οδοστρωμάτων (παβέ). Αν και παρουσιάζουν δυσκολία επεξεργασίας, οι π. χρησιμοποιούνται καμιά φορά και ως υλικό γλυπτικής.
Λειασμένη επιφάνεια χαλαζιακού πορφύρη: έχει ιστό πορφυριτικό, με φαινοκρόσταλλους, που είναι καλά σχηματισμένοι μέσα στη θεμελιώδη μάζα.
Dictionary of Greek. 2013.